- κουρευτικός
- -ή, -ό (Α κουρευτικός, -ή, -όν) [κουρευτής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)νεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικάη αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή2. φρ. «κουρευτική μηχανή»α) εργαλείο που χρησιμεύει για το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή τού τριχώματος τών ζώωνβ) εργαλείο τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τού χλοοτάπητα, μικρογραφία θεριστικής μηχανήςγ) (υφαντ.) εργαλείο που χρησιμεύει στο κόψιμο τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.
Dictionary of Greek. 2013.